- αγνός
- Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα. Πρόκειται για μικρό δέντρο ή φυλλοβόλο θάμνο, ύψους 1-2 μ., με τρυφερούς βλαστούς και άνθη ανοιχτού μπλε ή ροζ χρώματος. Το φυτό αυτό, που επιστημονικά ονομάζεται και βίτεξ, ευδοκιμεί σε υγρές παραθαλάσσιες περιοχές ή κοντά σε ποτάμια. Είναι αρωματικό φυτό και τα φύλλα του χρησιμοποιούνται ως αφέψημα. Οι ευλύγιστοι βλαστοί του χρησιμοποιούνται για την κατασκευή καλαθιών, ενώ το ξύλο του είναι χρήσιμο στις ξυλουργικές εργασίες. Η ποικιλία του λευκή καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό και ευδοκιμεί ιδιαίτερα σε αμμώδη ηλιόλουστα εδάφη.
* * *-ή, -ό (Α ἁγνός, -ή, -όν)1. ο ηθικά καθαρός, αμόλυντος, άσπιλος2. (για πρόσωπα) παρθένος, παρθενικόςνεοελλ.1. αγαθός, απονήρευτος2. χρηστός, ενάρετος3. (με υλική έννοια) γνήσιος, ανόθευτοςαρχ.1. (για τόπους και πράγματα αφιερωμένα σε θεούς) ιερός, αγιασμένος, άγιος2. καθαρός από φονικό αίμα, αθώος3. έντιμος, δίκαιος, αμερόληπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ἅγιος και με το σανσκρ. yajna (= λατρεία τών θεών, θυσία). Η λέξη φαίνεται συνώνυμο της λ. ἅγιος, αλλά είναι αρχαιότερη. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει θεότητες. Στην ποίηση μετά τον Όμηρο παίρνει την έννοια τού «καθαρού», «αγνού», «σεμνού», ενώ στον Θουκυδίδη έχει τη σημασία τού «μη μιασμένου» από αίμα«αγνά θύματα», σε αντίθεση προς «τα ιερεία». Στους νεώτερους χρόνους η λ. δηλώνει τον «χρηστό», τον «ενάρετο». Αντίθετα η λ. ἅγιος είναι νεώτερη και η αρχική της σημασία είναι ο «φοβερός», ο «απαγορευμένος», έννοιες που ποτέ δεν έχει το ἁγνός.ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεύω, ἁγνίζω, ἁγνοσύνηνεοελλ.αγνότητα.ΣΥΝΘ. αρχ. ἁγνοδικεῖς, ἁγνοποιός, ἁγνοπολοῦμαι, ἁγνόρυτοςμσν.ἁγνόστομος, ἄναγνοςνεοελλ.αγνομέταξος].
Dictionary of Greek. 2013.